- αντιμεύω
- (Μ ἀντιμεύω)ανταμείβω, ανταποδίδω, ξεπληρώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανταμείβω, με αποκατάσταση της πρόθεσης αντί στη θέση του αντα(μείβω), που θα πρέπει να έγινε όταν είχε ήδη δημιουργηθεί ο μεταπλασμένος τ. ανταμεύω, ο οποίος δεν έδινε την αίσθηση συνθέτου του αμείβω. Η κατάλ. -εύω αναλογικά προς τα ρ. σε -εύω (πρβλ. αναπαύω-αναπεύω, συγκρύβω-συγκρέβω)].
Dictionary of Greek. 2013.